Β΄ Βασιλεων (Ή Βασιλειων Δ΄) 6:30-31-33 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

4. Κι ο Ελισαίος απάντησε: «Σύμφωνοι. Έρχομαι».Κατέβηκαν, λοιπόν, στις όχθες του Ιορδάνη κι έκοβαν ξύλα.

5. Ενώ όμως ένας έκοβε, το σίδερο του τσεκουριού του ξέφυγε κι έπεσε στο νερό. Τότε αυτός φώναξε «Αχ, κύριέ μου και το είχα δανειστεί!»

6. «Πού έπεσε;» τον ρώτησε ο άνθρωπος του Θεού. Κι εκείνος του έδειξε το μέρος. Τότε ο Ελισαίος έκοψε ένα κομμάτι ξύλο και το έριξε στο ίδιο σημείο, κι έκανε το σίδερο να επιπλεύσει.

7. Μετά είπε στον άνθρωπο: «Πιάσ’ το». Εκείνος άπλωσε το χέρι του και το πήρε.

8. Την εποχή που ο βασιλιάς των Συρίων ήταν σε πόλεμο με τον Ισραήλ, συσκέφθηκε με τους αξιωματούχους του κι ύστερα αποφάσισε: «Σ’ αυτόν και σ’ εκείνο τον τόπο θα στρατοπεδεύσω».

9. Ο άνθρωπος του Θεού, όμως, έστειλε ειδοποίηση στο βασιλιά του Ισραήλ: «Πρόσεξε», του έλεγε, «να μην περάσεις από ’κείνο τον τόπο, γιατί εκεί έχουν στήσει ενέδρα οι Σύριοι».

30-31. Όταν άκουσε ο βασιλιάς τα λόγια της γυναίκας, έσκισε τα ρούχα του και είπε: «Το ίδιο και χειρότερο κακό να μου κάνει ο Θεός, αν το κεφάλι του Ελισαίου, γιου του Σαφάτ, μείνει σήμερα στη θέση του». Και καθώς ο βασιλιάς περνούσε από το τείχος, ο λαός είδε ότι από μέσα κατάσαρκα φορούσε πένθιμο ρούχο.

32. Στο μεταξύ ο Ελισαίος καθόταν στο σπίτι του, και οι πρεσβύτεροι κάθονταν κι αυτοί μαζί του. Ο βασιλιάς τού έστειλε έναν άνθρωπο, προτού πάει ο ίδιος. Πριν όμως φτάσει ο αγγελιοφόρος, ο Ελισαίος είπε στους πρεσβυτέρους: «Κοιτάξτε· αυτός ο δολοφόνος έστειλε να μου πάρει το κεφάλι. Προσέξτε: μόλις έρθει ο αγγελιοφόρος, κλείστε την πόρτα και σπρώξτε τον έξω μαζί με την πόρτα. Ξοπίσω του ακούγονται τα βήματα του κυρίου του που ακολουθεί!»

33. Εκεί που ο Ελισαίος μιλούσε ακόμα μαζί τους, έφτασε ο βασιλιάς και του είπε: «Αφού όλο αυτό το κακό προέρχεται από τον Κύριο, γιατί να ελπίζω ακόμη σ’ αυτόν;»

Β΄ Βασιλεων (Ή Βασιλειων Δ΄) 6