3. Έστειλαν όμως και τον κάλεσαν κι έτσι γύρισε. Πήγαν, λοιπόν, αυτός κι όλη η ισραηλιτική κοινότητα στο Ροβοάμ και του είπαν:
4. «Ο πατέρας σου έβαλε βαρύ ζυγό πάνω μας. Αν τώρα εσύ ελαφρύνεις το ζυγό της σκληρής δουλειάς που μας επιφόρτισε ο πατέρας σου, τότε θα σε υπηρετούμε».
5. Ο Ροβοάμ τους είπε: «Φύγετε και μετά από τρεις μέρες ελάτε πάλι να με συναντήσετε». Έτσι ο λαός διαλύθηκε.
6. Ο βασιλιάς συμβουλεύτηκε τους πρεσβυτέρους, που ο πατέρας του ο Σολομών είχε στην υπηρεσία του όταν ζούσε. «Τι με συμβουλεύετε ν’ απαντήσω σ’ αυτόν το λαό;» τους ρώτησε.
7. Εκείνοι του απάντησαν: «Αν δείξεις πως είσαι πρόθυμος να υπηρετήσεις αυτόν το λαό και τους απαντήσεις με λόγια καλοσυνάτα, θα τους έχεις δούλους σου για πάντα».
8. Αυτός όμως απέρριψε τη συμβουλή των πρεσβυτέρων και πήγε και ζήτησε τη συμβουλή των νεαρών, που τον περιστοίχιζαν και είχαν μεγαλώσει μαζί.
9. «Τι με συμβουλεύετε», τους ρώτησε, «ν’ απαντήσω σ’ αυτόν το λαό, που μου ζητάνε να τους ελαφρώσω το ζυγό που έχει βάλει πάνω τους ο πατέρας μου;»
23-24. «Πες εκ μέρους μου στο Ροβοάμ, γιο του Σολομώντα και βασιλιά του Ιούδα, καθώς και σ’ όλο το λαό των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν τα εξής: “μην πάτε να πολεμήσετε τ’ αδέρφια σας, τους Ισραηλίτες. Να γυρίσετε καθένας στο σπίτι του, γιατί εγώ τα αποφάσισα όλα αυτά”».Εκείνοι, όταν άκουσαν την προσταγή του Κυρίου, υπάκουσαν και διαλύθηκαν.
25. Ο Ιεροβοάμ οχύρωσε τη Συχέμ στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ κι εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν· μετά πήγε και οχύρωσε την πόλη Φανουήλ.
26. Έκανε όμως την εξής σκέψη: «Όπως έχουν τώρα τα πράγματα, η βασιλεία μου θα περάσει πίσω στους απογόνους του Δαβίδ.
27. Αν ο λαός αυτός αρχίσει ν’ ανεβαίνει στην Ιερουσαλήμ για να προσφέρει θυσίες στο ναό του Κυρίου, τότε η καρδιά τους θα στραφεί στον προηγούμενο κύριό τους, το Ροβοάμ, βασιλιά του Ιούδα, κι εμένα θα με σκοτώσουν».
28. Έτσι ο βασιλιάς σκέφτηκε και κατασκεύασε δύο χρυσά μοσχάρια και είπε στο λαό: «Αρκετά μέχρι τώρα ανεβαίνατε στην Ιερουσαλήμ. Νάτοι, εδώ είναι οι θεοί σας, Ισραηλίτες, που σας έβγαλαν από την Αίγυπτο!»