1. Ο άγγελος που μιλούσε μαζί μου ήρθε πάλι και με ταρακούνησε, όπως όταν ξυπνάνε κάποιον απ’ τον ύπνο.
2. «Τι βλέπεις;» με ρώτησε. Κι εγώ απάντησα: «Βλέπω έναν ολόχρυσο λυχνοστάτη μ’ ένα δοχείο λαδιού πάνω του· το δοχείο έχει εφτά στόμια κι από το κάθε στόμιο ξεπροβάλλουν εφτά φυτίλια.
3. Βλέπω και δυο λιόδεντρα κοντά στο λυχνοστάτη, ένα στα δεξιά του και ένα στ’ αριστερά του».
4. Τότε ρώτησα τον άγγελο που μιλούσε μαζί μου: «Τι σημαίνουν αυτά, κύριέ μου;»
5. «Δεν ξέρεις τι σημαίνουν αυτά;» μου είπε. Κι εγώ απάντησα: «Όχι, κύριέ μου».
6a. Τότε μου είπε:
10b. «Αυτά τα εφτά λυχνάρια είναι τα μάτια του Κυρίου, που παρατηρούν ολόκληρη τη γη».
6b. Αυτός είναι ο λόγος του Κυρίου που με πρόσταξε να μεταφέρω στο Ζοροβάβελ: «Ούτε με ανθρώπινη ισχύ θα πετύχεις ούτε με φυσική δύναμη, αλλά με το Πνεύμα μου! Εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος το λέω.
7. Ποιος είσαι εσύ, μεγάλο βουνό; Πεδιάδα θα γίνεις μπροστά στο Ζοροβάβελ. Αυτός θα βγάλει το ακρογωνιαίο λιθάρι και όλοι θα τον ενθαρρύνουν ζητωκραυγάζοντας».
8. Μου είπε ακόμη ο Κύριος: