6. Εσύ έπλασες τον Αδάμ και του έδωσες βοηθό και στήριγμα τη γυναίκα του την Εύα· απ’ αυτούς προήλθε το ανθρώπινο γένος. Εσύ είπες, “δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος του, ας του κάνουμε ένα σύντροφο όμοιο μ’ αυτόν”.
7. Ξέρεις τώρα, Κύριε, ότι δεν παίρνω τη συγγενή μου αυτή για να ικανοποιήσω ένα παροδικό πάθος αλλά για πραγματική γυναίκα μου. Δείξε μου το έλεός σου και δώσε να γεράσω μαζί της».
8. Εκείνη είπε μαζί του: «Αμήν».
9. Ύστερα πλάγιασαν μαζί εκείνη τη νύχτα.
10. Στο μεταξύ, ο Ραγουήλ σηκώθηκε και πήγε κι άνοιξε έναν τάφο, γιατί σκέφτηκε: «Λες να πεθάνει κι αυτός;»
11. Μετά γύρισε σπίτι του
12. και είπε στη γυναίκα του την Έδνα: «Στείλε μια από τις δούλες, να δει αν ζει ο Τωβίας. Αν όχι, να τον θάψουμε και κανείς να μην μάθει τίποτε».
13. Η δούλη άνοιξε την πόρτα, μπήκε στο δωμάτιο και βρήκε τους νεόνυμφους να κοιμούνται.
14. Βγήκε, λοιπόν, και ανακοίνωσε ότι ζούσε ο Τωβίας.
15. Τότε ο Ραγουήλ δόξασε το Θεό μ’ αυτά τα λόγια: «Σου αξίζει Θεέ να σε δοξολογούν όλοι με καθαρή και αφοσιωμένη καρδιά. Όλοι οι πιστοί σου και τα δημιουργήματά σου ας σε δοξολογούν. Όλοι οι άγγελοί σου και οι εκλεκτοί σου ας σε ευλογούν για πάντα!
16. Δοξασμένος είσαι γιατί με γέμισες χαρά· δε μου συνέβη αυτό που φοβόμουν, αλλά μας συμπεριφέρθηκες με μεγάλη αγάπη.
17. Δοξασμένος είσαι, γιατί λυπήθηκες δυο μοναχοπαίδια· δείξ’ τους, Κύριε, το έλεός σου και κάνε να τελειώσει η ζωή τους με υγεία, χαρά και αγάπη».
18. Μετά διάταξε τους υπηρέτες να σκεπάσουν τον τάφο.
19. Ο Ραγουήλ έκανε σ’ αυτούς γαμήλιο συμπόσιο, που κράτησε δεκατέσσερις μέρες.