8. Οι γείτονες με περιγελούσαν κι έλεγαν: «Αυτός τίποτα δε φοβάται πια. Πριν αρκετόν καιρό είχε αναγκαστεί να φύγει για να μην τον σκοτώσουν για την ίδια πράξη· και να τον πάλι, θάβει νεκρούς!»
9. Μετά, αφού έθαψα τον νεκρό, γύρισα την ίδια νύχτα και κοιμήθηκα κοντά στον τοίχο της αυλής, γιατί ήμουν μολυσμένος, και άφησα ακάλυπτο το πρόσωπό μου.
10. Δεν ήξερα ότι υπήρχαν σπουργίτια στον τοίχο· κι όταν για μια στιγμή άνοιξα τα μάτια μου, έπεσαν μέσα τους ζεστές κοτσιλιές των σπουργιτιών και μου δημιούργησαν λευκά στίγματα. Πήγα στους γιατρούς αλλά δεν μπόρεσαν να με θεραπεύσουν. Ο Αχιάχαρος εξακολούθησε να με συντηρεί, μέχρις ότου πήγα στην Ελυμαΐδα.
11. Εκείνο τον καιρό η γυναίκα μου η Άννα έκανε τις γυναικείες δουλειές·
12. έστελνε ό,τι έφτιαχνε σ’ εκείνους που της παράγγελναν κι εκείνοι της έδιναν την αμοιβή της, προσθέτοντας κι ένα κατσίκι.
13. Όταν γύρισε στο σπίτι και το κατσίκι άρχισε να βελάζει, της είπα: «Πού βρέθηκε το κατσίκι; Μήπως είναι κλεμμένο; Δώσ’ το σ’ εκείνους που τους ανήκει, γιατί δεν είναι σωστό να φάμε κάτι κλεμμένο».