11. Συμβαίνει κάποιος να δουλεύει όσο γίνεται πιο σκληρά και με ταχύ ρυθμό, κι ωστόσο να στερείται όλο και περισσότερο.
12. Υπάρχει κι άλλος που κάθεται χωρίς δουλειά, με λίγη δύναμη και με περίσσια φτώχεια, και πάντα έχει ανάγκη από βοήθεια. Κι όμως ο Κύριος τον βλέπει με συμπάθεια, τον ανορθώνει απ’ την αθλιότητά του,
13. τον ανυψώνει κι όλοι μένουν έκθαμβοι γι’ αυτόν.
14. Και τα καλά και τα κακά, ζωή και θάνατος, φτώχεια κι άφθονος πλούτος, όλα προέρχονται απ’ τον Κύριο.
15. [Η φρόνηση, η σοφία και του νόμου η γνώση προέρχονται απ’ τον Κύριο· η ευσπλαχνία κι η αγαθοεργία προέρχονται απ’ αυτόν.
16. Η πλάνη και ο σκοτισμός του νου, μαζί με τους αμαρτωλούς γεννήθηκαν· κι όσοι ευχαριστιούνται στο κακό, μέσα σ’ αυτό γερνάνε].
17. Τα δώρα του Κυρίου πάντοτε παραμένουν στους ευσεβείς, κι η εύνοιά του θα τους συνοδεύει αιώνια.
18. Συμβαίνει κάποιος να πλουτίζει από οικονομία και τσιγκουνιά, αλλά να ποια θα είν’ η ανταμοιβή του:
19. Όταν θα πει, «σταματώ να εργάζομαι, τώρα πια θα τρώω από τ’ αγαθά μου», δε θα ξέρει πόσο θα διαρκέσει αυτό, κι ύστερα σ’ άλλους θα τ’ αφήσει όλα και θα πεθάνει.
20. Μένε πιστός στο έργο σου, σ’ αυτό αφοσιώσου· πάνω στο έργο σου να γερνάς.
21. Του αμαρτωλού τα κατορθώματα να μη σ’ εκπλήττουν· στον Κύριο να εμπιστεύεσαι και να επιμένεις στο έργο σου το κοπιαστικό, γιατί του είναι εύκολο να κάνει ξαφνικά πλούσιο τον φτωχό σε μια στιγμή.
22. Η ευλογία του Κυρίου είναι του ευσεβή ο μισθός, και δε θ’ αργήσει να φανεί αυτή η ευλογία.
23. Μην πεις, «τι ανάγκη έχω; Και τι τα θέλω από ’δω κι εμπρός τα άλλα αγαθά;»
24. Μην πεις, «από τι έχω ανάγκη; Υπάρχει τάχα κάποιο πράγμα όμορφο, που θα μπορούσα ακόμα να γευτώ;»
25. Στης ευτυχίας τον καιρό ξεχνιέται η δυστυχία, κι η ευτυχία λησμονιέται στης δυστυχίας τον καιρό.
26. Ο Κύριος μπορεί να περιμένει ως την ημέρα του θανάτου, για να ανταποδώσει στον καθένα ανάλογα με τα έργα του.