34. Στις τρεις η ώρα κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: Ελωί, Ελωί λιμά σαβαχθανί; Που σημαίνει: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;
35. Μερικοί απ’ τους παρευρισκόμενους τ’ άκουσαν και είπαν: «Ακούστε, φωνάζει τον Ηλία».
36. Έτρεξε τότε ένας και βούτηξε ένα σφουγγάρι στο ξίδι, το στερέωσε πάνω σ’ ένα καλάμι και του έδωσε να πιει λέγοντας: «Αφήστε να δούμε τώρα αν θα ’ρθει ο Ηλίας να τον κατεβάσει από το σταυρό».
37. Τότε ο Ιησούς έβγαλε μια δυνατή κραυγή και ξεψύχησε.
38. Τότε σκίστηκε το καταπέτασμα του ναού στα δύο, από πάνω ως κάτω.
39. Βλέποντας ο Ρωμαίος εκατόνταρχος που ήταν εκεί, απέναντί του, ότι με τέτοια κραυγή ξεψύχησε, είπε: «Στ’ αλήθεια, αυτός ο άνθρωπος ήταν Υιός Θεού».