3. Αν κάποιος θα ’θελε μ’ αυτόν ν’ αντιδικήσει,δε θα μπορούσε να του απαντήσειστις χίλιες ούτε μια φορά.
4. Είν’ ο Θεός σοφός στο νουκι έχει μεγάλη δύναμη·ποιος θα του πάει ενάντια και δε θα ζημιωθεί;
5. Ξάφνου, χωρίς να το ’χει πει,μετατοπίζει τα βουνά·και πάνω στο θυμό του τ’ αναποδογυρίζει.
6. Κουνάει τη γη απ’ τον τόπο τηςκαι τρέμουν τα στηρίγματά της.
7. Δίνει στον ήλιο προσταγή, κι αυτός δεν ανατέλλει·τ’ αστέρια τα κλειδώνεικαι δεν τ’ αφήνει να φανούν.
8. Αυτός μονάχος του τον ουρανό τεντώνεικαι περπατάει πάνωστα κύματα της θάλασσας.
9. Έφτιαξε τη Μεγάλη Άρκτο, τον Ωρίωνα,τις Πλειάδες και του νότου τους αστερισμούς.
21-22. Είμαι αθώος! Και τί μ’ αυτό;Για μένα πια δεν έχει σημασία,για τούτο και μιλώ.Κι αν ήτανε να διακινδυνεύσω τη ζωή μου,όσο κι αν έχω δίκιοαυτό δε με βοηθά.Είτε αθώο είτ’ ένοχο,ο Θεός θα μ’ αφανίσει.
23. Όταν μια μάστιγα θανατική ξεσπάει άξαφνα,αυτός γελάει με την αμηχανία των αθώων.
24. Τη γη παρέδωσε στων ασεβών τα χέριακαι τύφλωσε τους δικαστές,το δίκιο να μην μπορούνε να το δουν.Αν όλ’ αυτά δεν είν’ απ’ το Θεό,τότε από ποιον είναι;
25. Τρέχουν οι μέρες μουκι από δρομέα γοργότερα.Φεύγουν· δε φέρνουν τίποτα καλό.
26. Γλιστρούν σαν βάρκες από πάπυρο, ελαφρές,σαν τον αητό που ορμάειπάνω στη λεία του.
27. Προσπαθώ να ξεχάσω την οδύνη μου,να διώξω του προσώπου μου το πένθοςγια να μοιάζω χαρούμενος.
28. Όμως, τα βάσανά μου συλλογιέμαι και τρομάζω·γιατί το ξέρω πως δεν πρόκειταιγι’ αθώο ο Θεός να με παραδεχτεί.
29. Λοιπόν με θέλει να ’μαι ένοχος·τότε γιατί μάταια να κοπιάζωαθώος να αποδειχτώ;
30. Κι αν με νερό πλυθώ από χιόνι,κι αν μ’ αλισίβα καθαρίσω τα χέρια μου,
31. αυτός θα με βουτήξει μες στη λάσπη,έτσι που και τα ίδια μου τα ρούχα να με σιχαθούν.
32. Αχ, αν ήταν άνθρωπος ο Θεός, όπως εγώ,για να του απαντήσωκαι ν’ αντιδικήσουμε!