1-2. Τελικά ο Ιώβ άνοιξε το στόμα του κι άρχισε μ’ αυτά τα λόγια να καταριέται τη μέρα που γεννήθηκε:
3. Ας ήταν να χαθεί η μέρα που γεννήθηκακι η νύχτα που είδετη στιγμή της σύλληψής μου!
4. Η μέρα εκείνη να γενεί σκοτάδι!Να μην τη θυμηθεί ποτέεκεί ψηλά ο Θεόςκαι ποτέ πια το φωςπάνω της να μη λάμψει.
5. Να τη διεκδικήσει πάλι το σκοτάδι·να τη σκεπάζουν μαύρα σύννεφακι η έκλειψη του ήλιου ας την τρομάζει.
6. Τη νύχτα εκείνη, το σκοτάδι να την καταπιεί·να μη λογαριαστείστου χρόνου τα μερόνυχταούτε μες στων μηνών τους αριθμούς.
7. Η νύχτα εκείνη ας μην είναι γόνιμηκι ας μην τη διαπεράσειχαρμόσυνη κραυγή.
8. Να την καταραστούν οι μάγοι που ’χουνε τη δύναμητις μέρες να τις καταριούνται,αυτοί που άφοβα μπορούννα ξεσηκώνουν τον Λεβιάθαν.
9. Ας μη λάμψουν τ’ αστέρια της αυγής τηςκι ας περιμένει μάταια το φως·ποτέ της να μη δει το γλυκοχάραμα.
10. Γιατί τις πύλες να μην κλείσειτης κοιλιάς της μάνας μου,για να μη δουν τα μάτια μου τη θλίψη;
11. Γιατί να μην πεθάνω στην κοιλιά της μάνας μου;Γιατί τουλάχιστον δε χάθηκα στης γέννας τη στιγμή;
12. Γιατί βρεθήκαν γόνατα να με δεχτούν,μαστοί για να θηλάσω;
13. Θα ’μουνα τώρα ήσυχος στον τάφο μου·θα κοιμόμουν και θ’ αναπαυόμουνα
14. αντάμα με τους βασιλιάδεςκαι με τους άρχοντες της γης,που βάζανε για χάρη τους να χτίζουν πυραμίδες.
15. Θα ήμουν με τους ηγεμόνες που είχαν άφθονο χρυσάφι,που με ασήμι γέμισαντους νεκρικούς θαλάμους τους.