Ιουδιθ 13:1-14 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

1. Όταν προχώρησε η νύχτα, βιάστηκαν οι υπηρέτες να διαλυθούν. Ο Βαγώας έκλεισε απ’ έξω τη σκηνή του Ολοφέρνη και δεν άφηνε κανένα να μπαινοβγαίνει σ’ αυτήν. Έτσι πήγαν όλοι να κοιμηθούν κουρασμένοι, γιατί το φαγοπότι είχε κρατήσει πολύ.

2. Η Ιουδίθ έμεινε μόνη στη σκηνή με τον Ολοφέρνη, που κειτόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του τύφλα στο μεθύσι.

3. Η Ιουδίθ είχε βάλει από πριν τη δούλη της να την περιμένει έξω από τη δική της σκηνή για να πάνε να προσευχηθούν, όπως κάθε βράδυ. Τα ίδια είχε πει και στο Βαγώα.

4. Είχαν φύγει λοιπόν όλοι από τη σκηνή, καλεσμένοι και υπηρέτες. Η Ιουδίθ στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι του Ολοφέρνη και προσευχήθηκε μέσα της: «Κύριε, παντοδύναμε Θεέ, βοήθησέ με σ’ αυτό που πάω τώρα να κάνω, για να δοξαστεί η Ιερουσαλήμ.

5. Ήρθε η ώρα να βοηθήσεις το λαό σου και να ολοκληρώσεις το σχέδιό μου, για να κατατροπωθούν οι εχθροί μας που μας επιτεθήκαν».

6. Μετά πλησίασε το στύλο του κρεβατιού κοντά στο προσκέφαλο του Ολοφέρνη και τράβηξε το ξίφος του.

7. Στηρίχτηκε στο κρεβάτι, τον έπιασε γερά από τα μαλλιά, και είπε: «Δυνάμωσέ με, Κύριε, Θεέ του Ισραήλ».

8. Χτύπησε το λαιμό του δυο φορές με όλη της τη δύναμη και του έκοψε το κεφάλι.

9. Μετά έκανε να κυλίσει το σώμα του από το κρεβάτι στο έδαφος, και τράβηξε και την κουνουπιέρα από τους στύλους. Βγήκε έξω κι έδωσε το κεφάλι του Ολοφέρνη στη δούλη της,

10. κι εκείνη το ’βαλε μέσα στο σακούλι που κουβαλούσαν τις τροφές τους.Οι δυο γυναίκες βγήκαν μαζί από το στρατόπεδο, όπως συνήθιζαν κάθε βράδυ που πήγαιναν να προσευχηθούν. Διέσχισαν το στρατόπεδο, πέρασαν το φαράγγι, ανέβηκαν το βουνό της Βαιτυλούα κι έφτασαν στις πύλες της.

11. Η Ιουδίθ φώναξε από μακριά: «Ανοίξτε, ανοίξτε! Μαζί μας είναι ο Θεός μας. Απόψε απέδειξε ακόμη μια φορά στον Ισραήλ τη δύναμή του και την εξουσία του ενάντια στους εχθρούς μας!»

12. Όταν οι άντρες της Βαιτυλούας άκουσαν τη φωνή της Ιουδίθ, κατέβηκαν γρήγορα στην πύλη και φώναξαν και τους πρεσβυτέρους της πόλης.

13. Έτρεξαν όλοι εκεί, μικροί και μεγάλοι, γιατί δεν πίστευαν ότι ξαναγύρισε η Ιουδίθ. Άνοιξαν την πύλη και υποδέχτηκαν τις δυο γυναίκες. Μετά άναψαν φωτιές για να έχουν φως και μαζεύτηκαν γύρω τους.

14. Η Ιουδίθ άρχισε να αλαλάζει: «Υμνήστε το Θεό, υμνήστε τον! Δοξάστε τον γιατί δεν έπαψε να αγαπάει το ισραηλιτικό έθνος, αλλά σύντριψε απόψε τους εχθρούς μας με το δικό μου χέρι».

Ιουδιθ 13