7. Μαραίνεται το αμπέλι, στερεύει το κρασί, όλοι όσοι ήταν χαρούμενοι στενάζουν.
8. Ο εύθυμος ήχος των τυμπάνων σταμάτησε, ο θόρυβος εκείνων που ξεφάντωναν τελείωσε, κι οι τόνοι της κιθάρας οι χαρούμενοι σωπάσαν.
9. Δεν τραγουδούν πια πίνοντας κρασί· πικρή είν’ η γεύση των ποτών για κείνους που τα πίνουν.