40. «Βασιλιά, μέχρι πότε θα μας προκαλείς σαν να είμαστε ανόητοι; Αυτή είναι η τρίτη φορά που μας διατάζεις να αφανίσουμε τους Ιουδαίους και όταν φτάνουμε να εκτελέσουμε τη διαταγή, εσύ αλλάζεις γνώμη και τα ακυρώνεις όλα!
41. Με όλα αυτά όμως η πόλη αναστατώνεται από την αναμονή και γεμίζει επαναστατικές συγκεντρώσεις· συχνά μάλιστα κινδυνεύει κι από λεηλασίες».
42. Τότε ο βασιλιάς, που ήταν όμοιος σε όλα με τον Φάλαρι, χωρίς να πολυσκεφτεί ή να λογαριάσει ότι πάλι άλλαζε γνώμη σχετικά με την προστασία των Ιουδαίων, έδωσε έναν όρκο που τελικά θα έμενε ανεκπλήρωτος, ότι αυτός θα στείλει τους Ιουδαίους στον άδη χωρίς αναβολή, αφού τους βασανίσει με τα ποδοπατήματα των θηρίων.
43. Απειλούσε μάλιστα ότι θα εκστρατεύσει εναντίον της Ιουδαίας και θα την ισοπεδώσει ταχύτατα με φωτιά και τσεκούρι· ορκιζόταν επίσης ότι θα παραδώσει στη φωτιά και το ναό, όπου κανείς δεν επιτρέπεται να μπει, και ότι δε θ’ αφήσει ζωντανό κανέναν απ’ αυτούς που τότε πρόσφεραν εκεί θυσίες.
44. Τότε οι φίλοι του βασιλιά και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, γεμάτοι ενθουσιασμό κι εμπιστοσύνη σ’ αυτόν έφυγαν και διέταξαν το στρατό να καταλάβει τα πιο καίρια μέρη της πόλης για να την προστατεύουν.
45. Ο αρχηγός των ελεφάντων, όπως προείπαμε, είχε φέρει τα θηρία σε κατάσταση μανίας με ένα μίγμα από λιβάνι και κρασί και τα είχε εξοπλίσει με φοβερά φονικά όργανα.
46. Κατά την αυγή, όταν η πόλη είχε κιόλας γεμίσει αναρίθμητα πλήθη που βάδιζαν προς τον ιππόδρομο, μπήκε στο παλάτι και ειδοποίησε το βασιλιά να δώσει διαταγή για την εκτέλεση.
47. Τότε αυτός, φοβερά οργισμένος και με άσπλαχνη καρδιά, όρμησε με όλη του τη δύναμη μαζί με τα θηρία, θέλοντας να βλέπει με τα ίδια του τα μάτια τη θλιβερή και μαρτυρική καταστροφή των κρατουμένων.
48. Οι Ιουδαίοι άκουσαν ένα δυνατό θόρυβο και είδαν σκόνη να σηκώνεται και να κατευθύνεται προς την πόλη. Σηκωνόταν από τους ελέφαντες, που έβγαιναν από το μέρος τους και πήγαιναν προς την πύλη, από το στρατό που ακολουθούσε κι από το ποδοβολητό του κόσμου.
49. Τότε κατάλαβαν πως αυτή ήταν η τελευταία κρίσιμη στιγμή της ζωής τους, το τέλος της εξαντλητικής αναμονής. Ξέσπασαν λοιπόν σε θρήνους και κλάματα· φιλούσαν ο ένας τον άλλο αγκαλιάζοντας τους συγγενείς τους και πέφτοντας στο λαιμό τους, οι γονείς στα παιδιά και οι μητέρες στις κόρες. Άλλες γυναίκες είχαν τα μωρά στα στήθη τους και θήλαζαν το τελευταίο τους γάλα.
50. Οι Ιουδαίοι, όμως, θυμήθηκαν τις ευεργεσίες του Θεού προς αυτούς στο παρελθόν, έπεσαν όλοι μαζί κάτω με μια ψυχή· οι γυναίκες απομάκρυναν τα μωρά από τα στήθη τους,
51. κι όλοι άρχισαν να φωνάζουν δυνατά παρακαλώντας τον κυρίαρχο κάθε δύναμης να τους σπλαχνιστεί, επεμβαίνοντας και πάλι τώρα που βρίσκονταν αντιμέτωποι με το θάνατο.