10. Σ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ γίνονταν έντονες συζητήσεις ανάμεσα στο λαό: «Ο βασιλιάς μάς έσωσε από τους εχθρούς μας», έλεγαν. «Αυτός μας ελευθέρωσε από τους Φιλισταίους. Και τώρα έφυγε από τη χώρα εξαιτίας του Αβεσσαλώμ.
11. Ο Αβεσσαλώμ, όμως, που τον χρίσαμε βασιλιά μας, σκοτώθηκε στη μάχη. Τώρα, λοιπόν, τι περιμένουμε και δε φροντίζουμε να ξαναφέρουμε το βασιλιά Δαβίδ;»
12. Αυτά που έλεγαν οι Ισραηλίτες, έφτασαν και στο βασιλιά Δαβίδ. Έστειλε μήνυμα, λοιπόν, στο Σαδώκ και στον Αβιάθαρ, τους ιερείς, να πουν στους πρεσβυτέρους της φυλής Ιούδα: «Γιατί καθυστερείτε να ξαναφέρετε το βασιλιά στο ανάκτορό του;
13. Εσείς είσαστε αδέρφια μου, σάρκα μου και αίμα μου. Γιατί να μείνετε οι τελευταίοι που θα ξαναφέρετε το βασιλιά;»
14. Και στον Αμασά διέταξε να πουν: «Εσύ είσαι αίμα μου και σάρκα μου. Να με θανατώσει ο Κύριος, αν δεν γίνεις ισόβιος αρχιστράτηγός μου, στη θέση του Ιωάβ».