17. Ο Ιωνάθαν κι ο Αχιμάας περίμεναν κοντά στην πηγή Ρωγήλ· εκεί θα πήγαινε μια υπηρέτρια να τους δώσει το μήνυμα κι αυτοί θα έπρεπε να το μεταφέρουν στο βασιλιά Δαβίδ. Δεν τους υποχρέωνε να μπουν στην πόλη από φόβο μήπως γίνουν αντιληπτοί.
18. Ένας νεαρός όμως τους είδε και το είπε στον Αβεσσαλώμ· αλλά οι δυο τους έτρεξαν γρήγορα κι έφτασαν σ’ ένα σπίτι στη Βαχουρίμ, που είχε στην αυλή του πηγάδι· εκεί κατέβηκαν και κρύφτηκαν.
19. Η γυναίκα πήγε και άπλωσε ένα σκέπασμα στο στόμιο του πηγαδιού και σκόρπισε πάνω του σπιριά σταριού· έτσι δεν φαινόταν τίποτα.
20. Οι αξιωματούχοι του Αβεσσαλώμ ήρθαν σ’ αυτό το σπίτι και ρώτησαν τη γυναίκα: «Πού είναι ο Αχιμάας και ο Ιωνάθαν;» Η γυναίκα τους απάντησε: «Πέρασαν πέρα από το ποτάμι». Αυτοί τους αναζήτησαν, αλλά δεν τους βρήκαν και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ.