Β΄ Μακκαβαιων 3:16-27 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

16. Πληγωνόταν η καρδιά όποιου έβλεπε το πρόσωπο του αρχιερέα. Η όψη του και το αλλαγμένο χρώμα του προσώπου του φανέρωναν την ψυχική του αγωνία.

17. Έτρεμε ολόκληρος από το φόβο του, κι όσοι τον έβλεπαν καταλάβαιναν τη θλίψη του.

18. Ο κόσμος ξεχύνονταν κατά κοπάδια στους δρόμους από τα σπίτια τους και ενώνονταν σε πάνδημη ικεσία να μη μιανθεί ο ναός.

19. Οι γυναίκες ζωσμένες πένθιμες ποδιές γέμιζαν τους δρόμους. Οι παρθένες, που δεν επιτρεπόταν να βγουν έξω, έτρεχαν άλλες στις πύλες και άλλες πάνω στα τείχη, ενώ άλλες έβγαιναν και κοιτούσαν από τα παράθυρα.

20. Όλες όμως είχαν σηκωμένα ψηλά τα χέρια και προσεύχονταν στο Θεό του ουρανού.

21. Ήταν θλιβερό το θέαμα της παλλαϊκής αυτής γονυκλισίας και του αρχιερέα, που ήταν γεμάτος φόβο και αγωνία.

22. Ενώ όλοι παρακαλούσαν τον παντοδύναμο Θεό να διαφυλάξει σώα και αβλαβή τα χρήματα που οι άνθρωποι τα είχαν εμπιστευθεί στην προστασία του,

23. ο Ηλιόδωρος άρχισε να εκτελεί τη διαταγή του βασιλιά.

24. Τη στιγμή όμως που αυτός και οι σωματοφύλακές του πλησίαζαν το θησαυροφυλάκιο, ο Κύριος των πνευμάτων, ο άρχοντας όλων των δυνάμεων φανερώθηκε με τέτοιον τρόπο, ώστε όλοι όσοι είχαν τολμήσει να μπουν μαζί με τον Ηλιόδωρο στο ναό πανικοβλήθηκαν και παρέλυσαν από το φόβο τους, βλέποντας τη δύναμη του Θεού:

25. Παρουσιάστηκε μπροστά τους ένας φοβερός καβαλάρης ντυμένος με χρυσή πανοπλία, πάνω σ’ ένα άλογο στολισμένο με ωραία σέλα. Το άλογο τρέχοντας με ορμή χτύπησε με τα μπροστινά του πόδια τον Ηλιόδωρο.

26. Μετά εμφανίστηκαν στον Ηλιόδωρο δυο άλλοι νέοι ασυνήθιστα δυνατοί και ωραίοι, με λαμπρές φορεσιές. Στάθηκαν πλάι του, ο ένας από τη μια μεριά κι ο άλλος από την άλλη, και τον χτυπούσαν συνεχώς με ένα μαστίγιο προκαλώντας του πολλές πληγές.

27. Ξαφνικά ο Ηλιόδωρος έπεσε αναίσθητος κάτω και τον άρπαξαν και τον έβαλαν σ’ ένα φορείο.

Β΄ Μακκαβαιων 3