Β΄ Μακκαβαιων 3:11-26 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

11. και ότι μερικά απ’ αυτά ανήκαν στον Υρκανό, γιο του Τωβία, ένα πολύ διακεκριμένο πρόσωπο. Δεν ήταν λοιπόν τα πράγματα όπως τους είχε πληροφορήσει ο συκοφάντης και ασεβής Σίμων. Εξάλλου όλο κι όλο το ασήμι ήταν τετρακόσια τάλαντα, και το χρυσάφι διακόσια.

12. Επίσης του είπε ότι ήταν εντελώς αδύνατο να επιτραπεί σε οποιονδήποτε να πάρει τα χρήματα που οι άνθρωποι τα είχαν εμπιστευτεί στην αγιότητα του τόπου και στη ιερή ασφάλεια του ναού, που τον σέβεται όλος ο κόσμος.

13. Ο Ηλιόδωρος όμως επέμενε ότι σύμφωνα με τις εντολές που είχε από το βασιλιά, τα χρήματα αυτά έπρεπε οπωσδήποτε να μεταφερθούν στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο.

14. Όρισε λοιπόν και την ημέρα και μπήκε στο ναό για να τακτοποιήσει την υπόθεση.Σ’ όλη την πόλη επικρατούσε μεγάλη αγωνία.

15. Οι ιερείς ντυμένοι τις ιερατικές στολές τους είχαν πέσει γονατιστοί μπροστά στο θυσιαστήριο και παρακαλούσαν τον Κύριο του ουρανού να διατηρήσει σώα τα αφιερώματα, γιατί αυτός είχε δώσει τους νόμους που προστάτευαν τα αφιερώματα που είχαν κατατεθεί στο ναό για ορισμένο σκοπό.

16. Πληγωνόταν η καρδιά όποιου έβλεπε το πρόσωπο του αρχιερέα. Η όψη του και το αλλαγμένο χρώμα του προσώπου του φανέρωναν την ψυχική του αγωνία.

17. Έτρεμε ολόκληρος από το φόβο του, κι όσοι τον έβλεπαν καταλάβαιναν τη θλίψη του.

18. Ο κόσμος ξεχύνονταν κατά κοπάδια στους δρόμους από τα σπίτια τους και ενώνονταν σε πάνδημη ικεσία να μη μιανθεί ο ναός.

19. Οι γυναίκες ζωσμένες πένθιμες ποδιές γέμιζαν τους δρόμους. Οι παρθένες, που δεν επιτρεπόταν να βγουν έξω, έτρεχαν άλλες στις πύλες και άλλες πάνω στα τείχη, ενώ άλλες έβγαιναν και κοιτούσαν από τα παράθυρα.

20. Όλες όμως είχαν σηκωμένα ψηλά τα χέρια και προσεύχονταν στο Θεό του ουρανού.

21. Ήταν θλιβερό το θέαμα της παλλαϊκής αυτής γονυκλισίας και του αρχιερέα, που ήταν γεμάτος φόβο και αγωνία.

22. Ενώ όλοι παρακαλούσαν τον παντοδύναμο Θεό να διαφυλάξει σώα και αβλαβή τα χρήματα που οι άνθρωποι τα είχαν εμπιστευθεί στην προστασία του,

23. ο Ηλιόδωρος άρχισε να εκτελεί τη διαταγή του βασιλιά.

24. Τη στιγμή όμως που αυτός και οι σωματοφύλακές του πλησίαζαν το θησαυροφυλάκιο, ο Κύριος των πνευμάτων, ο άρχοντας όλων των δυνάμεων φανερώθηκε με τέτοιον τρόπο, ώστε όλοι όσοι είχαν τολμήσει να μπουν μαζί με τον Ηλιόδωρο στο ναό πανικοβλήθηκαν και παρέλυσαν από το φόβο τους, βλέποντας τη δύναμη του Θεού:

25. Παρουσιάστηκε μπροστά τους ένας φοβερός καβαλάρης ντυμένος με χρυσή πανοπλία, πάνω σ’ ένα άλογο στολισμένο με ωραία σέλα. Το άλογο τρέχοντας με ορμή χτύπησε με τα μπροστινά του πόδια τον Ηλιόδωρο.

26. Μετά εμφανίστηκαν στον Ηλιόδωρο δυο άλλοι νέοι ασυνήθιστα δυνατοί και ωραίοι, με λαμπρές φορεσιές. Στάθηκαν πλάι του, ο ένας από τη μια μεριά κι ο άλλος από την άλλη, και τον χτυπούσαν συνεχώς με ένα μαστίγιο προκαλώντας του πολλές πληγές.

Β΄ Μακκαβαιων 3