19. Εκείνο τον καιρό, όταν οι πρόγονοί μας οδηγούνταν αιχμάλωτοι στην Περσία, οι ευσεβείς ιερείς πήραν κρυφά φωτιά από το θυσιαστήριο και την έκρυψαν καλά στο κοίλωμα μιας ξερής δεξαμενής, ώστε κανείς να μην ξέρει πού ήταν κρυμμένη.
20. Μετά από πολλά χρόνια, όταν ο Θεός έκρινε κατάλληλη τη στιγμή και στάλθηκε από το βασιλιά των Περσών ο Νεεμίας στην Ιερουσαλήμ, έστειλε τους απογόνους εκείνων των ιερέων να φέρουν από την κρυψώνα τη φωτιά. Αυτοί γύρισαν και είπαν ότι δε βρήκαν καμιά φωτιά, παρά μόνο βούρκο. Ο Νεεμίας τους παράγγειλε να βγάλουν λίγο βούρκο και να του τον πάνε.
21. Όταν ετοιμάστηκαν οι θυσίες, ο Νεεμίας είπε στους ιερείς να ραντίσουν με το βούρκο τα ξύλα και τα σφάγια για τη θυσία.
22. Όταν έγινε κι αυτό, μετά από λίγη ώρα βγήκε ο ήλιος, γιατί πρωτύτερα ήταν συννεφιά και άναψε μεγάλη φωτιά. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι.
23. Τότε, ενώ καιγόταν η θυσία, ο αρχιερέας Ιωνάθαν οδηγούσε το λαό σε προσευχή και όλοι οι άλλοι, ακόμα κι ο Νεεμίας, ανταπαντούσαν.