12. Τότε ένας Βενιαμινίτης έτρεξε από τη γραμμή της μάχης και έφτασε την ίδια μέρα στη Σιλώ με σχισμένα τα ρούχα του και χώμα στο κεφάλι του.
13. Ο Ηλεί καθόταν στο κάθισμά του κοντά στην πόρτα, κοιτάζοντας προσεκτικά προς το δρόμο, γιατί έτρεμε για την κιβωτό του Θεού. Όταν ο άνθρωπος έφτασε στην πόλη και ανάγγειλε τι έγινε, τότε όλη η πόλη ξέσπασε σε κραυγές.
14. Ο Ηλεί άκουσε τη βοή απ’ τις κραυγές και ρώτησε: «Τι σημαίνει αυτή η οχλοβοή;» Ο αγγελιοφόρος έτρεξε και του ανάγγειλε τι είχε συμβεί.
15. Ο Ηλεί τότε ήταν ενενήντα οχτώ χρονών· τα μάτια του είχαν αδυνατίσει και δεν μπορούσε να δει.
16. Ο άνθρωπος είπε στον Ηλεί: «Έρχομαι από την γραμμή της μάχης· σήμερα έφυγα από ’κει». Και ο Ηλεί ρώτησε: «Τι έγινε, γιε μου;»
17. Αυτός απάντησε: «Οι Ισραηλίτες κατατροπώθηκαν κι έγινε μεγάλη σφαγή στο στρατό· κι ακόμα οι δυο γιοι σου, ο Χοφνί και ο Φινεές, σκοτώθηκαν· και η κιβωτός του Θεού έπεσε στα χέρια των Φιλισταίων».