10. Τότε ο Κύριος μίλησε στο Σαμουήλ και του είπε:
11. «Μετάνιωσα που έκανα το Σαούλ βασιλιά, γιατί αυτός μου γύρισε τα νώτα και δεν εκτέλεσε τις εντολές μου». Ο Σαμουήλ λυπήθηκε βαθιά κι όλη εκείνη τη νύχτα προσευχόταν στο Θεό.
12. Το πρωί σηκώθηκε νωρίς και πήγε να συναντήσει το Σαούλ. Αλλά τον πληροφόρησαν ότι ο Σαούλ είχε πάει στην πόλη Κάρμηλο για να χτίσει εκεί ένα μνημείο για τον εαυτό του· μετά έφυγε από ’κει και είχε κατεβεί στα Γάλγαλα.
13. Ο Σαμουήλ πήγε και βρήκε το Σαούλ κι εκείνος του είπε: «Να ’σαι ευλογημένος από τον Κύριο! Εκπλήρωσα την εντολή του Κυρίου».
14. Ο Σαμουήλ τότε τον ρώτησε: «Από πού, λοιπόν, προέρχονται αυτά τα βελάσματα των προβάτων και τα μουκανητά των βοδιών, που ακούω;»
15. Ο Σαούλ απάντησε: «Οι στρατιώτες λυπήθηκαν τα καλύτερα πρόβατα και τα καλύτερα βόδια και τα έφεραν από τους Αμαληκίτες εδώ, για να τα προσφέρουν θυσία στον Κύριο, το Θεό σου· τα υπόλοιπα τα καταστρέψαμε».