1. Μετά ο Έσδρας πήγε από την αυλή του ναού στο σκευοφυλάκιο του Ιωνάν, γιου του Ελιασίβου,
2. και πέρασε τη νύχτα του εκεί. Δεν έφαγε ούτε ήπιε τίποτα και πενθούσε για τις αμαρτίες του λαού, που ήταν τόσο μεγάλες.
3. Ειδοποιήθηκαν λοιπόν σ’ όλη την Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ να συγκεντρωθούν στην Ιερουσαλήμ όλοι όσοι είχαν επιστρέψει από την αιχμαλωσία.
4. Όσοι δεν θα παρουσιάζονταν σε δυο τρεις μέρες, σύμφωνα με την απόφαση των προϊσταμένων πρεσβυτέρων, θα γινόταν κατάσχεση στα ζώα τους και οι ίδιοι θα αποκόπτονταν απ’ τον υπόλοιπο λαό, που είχε γυρίσει από την αιχμαλωσία.
5. Σε τρεις μέρες, λοιπόν, την εικοστή ημέρα του ένατου μήνα, συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ όσοι κατάγονταν από τις φυλές Ιούδα και Βενιαμίν
49-50. Όταν ο λαός άκουσε το νόμο συγκινήθηκαν όλοι και άρχισαν να κλαίνε. Τότε ο Ατταράτης είπε στον Έσδρα, τον ιερέα και γνώστη του νόμου και σ’ όλους τους λευίτες που δίδασκαν το λαό: «Αυτή η ημέρα είναι αφιερωμένη στον Κύριο.