Α΄ Εσδρασ 8:55-71 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

55. Μετά ζύγισα το ασήμι, το χρυσάφι και τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου μας, που είχαν δωρίσει ο ίδιος ο βασιλιάς, οι σύμβουλοί του, οι αξιωματούχοι του και ο ισραηλιτικός λαός, και τα παρέδωσα σ’ αυτούς.

56. Αναλυτικά τους ζύγισα τα εξής: Εξακόσια πενήντα τάλαντα ασήμι και ασημένια σκεύη αξίας εκατό ταλάντων· εκατό χρυσά τάλαντα, είκοσι χρυσά σκεύη και δώδεκα χάλκινα από καλό χαλκό, που έλαμπαν σαν χρυσά.

57. Και τους είπα: «Εσείς είστε αφιερωμένοι στον Κύριο των προγόνων μας· το ίδιο και τα σκεύη, το ασήμι και το χρυσάφι.

58. Προσέξτε τα και φυλάξτε τα, μέχρις ότου τα παραδώσετε στους αρχηγούς των ιερέων και των λευιτών και στους πρεσβυτέρους του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, στα σκευοφυλάκια του ναού του Κυρίου μας».

59. Παρέλαβαν λοιπόν οι ιερείς και οι λευίτες το ασήμι, το χρυσάφι και τα σκεύη, για να τα φέρουν στο ναό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ.

60. Στις δώδεκα του πρώτου μήνα ξεκινήσαμε από τον ποταμό Θερά και με τη βοήθεια του Κυρίου μας ήρθαμε στην Ιερουσαλήμ. Το δυνατό του χέρι μας προστάτευε από κάθε εχθρό, ώσπου φτάσαμε στην πόλη.

61. Αφού μείναμε εκεί τρεις μέρες, ζυγίσαμε το ασήμι και το χρυσάφι και το παραδώσαμε στο ναό του Κυρίου μας, στον ιερέα Μαρμωθί, γιο του Ουρία.

62. Μαζί του ήταν κι ο Ελεάζαρ, γιος του Φινεές και οι λευίτες Ιωσαβδός, γιος του Ιησού και Μωέθ, γιος του Σαβάννου. Αριθμήθηκαν όλα τα σκεύη, ζυγίστηκαν και καταγράφτηκε το βάρος τους.

63. Όσοι είχαν γυρίσει από την αιχμαλωσία πρόσφεραν θυσίες στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, για τη σωτηρία τους. Πρόσφεραν θυσία δώδεκα βόδια για όλους τους Ισραηλίτες, ενενήντα έξι κριάρια, εβδομήντα δύο αρνιά και δώδεκα τράγους.

64. Μετά παρέδωσαν τις διαταγές του βασιλιά στους βασιλικούς διαχειριστές και στους διοικητές της Κοίλης Συρίας και της Φοινίκης, οι οποίοι τότε τίμησαν το έθνος και το ναό του Κυρίου.

65. Όταν τέλειωσαν όλα, με πλησίασαν μερικοί από τους αρχηγούς των Ισραηλιτών και μου είπαν:

66. «Ο λαός, οι άρχοντες, οι ιερείς και οι λευίτες δεν έχουν διακόψει τους δεσμούς τους από τους ξένους γειτονικούς λαούς, δηλαδή τους Χαναναίους, τους Χετταίους, τους Φερεζαίους, τους Ιεβουσαίους, τους Μωαβίτες, τους Αιγύπτιους και τους Ιδουμαίους, αλλά εξακολουθούν να τηρούν τα βδελυρά έθιμα εκείνων.

67. Αυτοί και οι γιοι τους έχουν στο μεταξύ πάρει γυναίκες από τις κόρες αυτών των λαών. Έτσι ο άγιος λαός έχει αναμειχθεί με τους ξένους λαούς της περιοχής· ακόμα και οι άρχοντες και οι αξιωματούχοι έχουν πάρει μέρος σ’ αυτήν την αμαρτία από τον πρώτο κιόλας καιρό».

68. Εγώ όταν τ’ άκουσα αυτά, διέρρηξα τα ιμάτιά μου και την ιερατική στολή μου· τραβούσα τα μαλλιά μου και τα γένια μου, και καθόμουν στο έδαφος σκεφτικός και λυπημένος.

69. Πενθούσα έτσι για την αμαρτία, μέχρι την ώρα της βραδινής θυσίας. Γύρω μου είχαν μαζευτεί πολλοί από το λαό, όσοι ακόμα είχε επίδραση πάνω τους ο λόγος του Κυρίου του Ισραήλ.

70. Μετά σηκώθηκα από τη νηστεία, κι έτσι όπως ήμουν με σκισμένα τα ρούχα μου και την ιερατική στολή μου, γονάτισα, σήκωσα τα χέρια μου στον Κύριο και είπα:

71. «Κύριε, τα ’χω χαμένα, και ντρέπομαι να σε κοιτάξω,

Α΄ Εσδρασ 8